- ὑπερκείμενοι
- ὑπέρκειμαιlie aboveperf part mp masc nom/voc plὑπέρκειμαιlie abovepres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρκειμαι — ὑπέρκειμαι ΝΜΑ [κεῑμαι] βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ. γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι … Dictionary of Greek